Παρβοϊός: Συμπτώματα και πιθανές επιπλοκές
Τι είναι ο Παρβοϊός;
Ο Παρβοϊός B19 (Parvovirus B19) είναι ο μοναδικός παρβοϊός που προσβάλλει ανθρώπους. Η νόσος που προκαλείται από τον ιό είναι γνωστή και ως «Λοιμώδες Ερύθημα» λόγω του χαρακτηριστικού εξανθήματος που προκαλεί ή ως «Πέμπτη νόσος» καθώς ήταν η πέμπτη σε μια λίστα ιστορικών ταξινομήσεων κοινών λοιμωδών δερματικών εξανθημάτων στα παιδιά. Προσφάτως, ο συγκεκριμένος ιός ήταν στην επικαιρότητα από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, λόγω εμφάνισης πολλών κρουσμάτων στη χώρα μας. Ωστόσο, δεν πρόκειται για ένα καινούριο νόσημα. Λοιμώξεις από τον Παρβοϊό Β19 μπορεί να παρουσιάζονται σποραδικά ή με τη μορφή τοπικών επιδημιών, κάθε 4 έως 10 χρόνια και παρατηρούνται πιο συχνά στα τέλη του χειμώνα, την άνοιξη ή στις αρχές του καλοκαιριού. Επομένως, η έξαρση των κρουσμάτων τους τελευταίους μήνες ακολουθεί την εποχική κατανομή που συνήθως εμφανίζει η νόσος. Τα κρούσματα αφορούν κυρίως παιδιά νηπιακής και σχολικής ηλικίας, ενώ τα δύο τρίτα του ενήλικου πληθυσμού αναμένεται να έχουν ανοσία στον Παρβοϊό Β19, λόγω προγενέστερης λοίμωξης κατά την παιδική ηλικία. Η νόσηση αφήνει ισόβια ανοσία.
Πώς μεταδίδεται ο Παρβοϊός;
Ο συνηθέστερος τρόπος μετάδοσης του Παρβοϊού Β19 είναι μέσω των σταγονιδίων του αναπνευστικού, όπως το σάλιο, τα πτύελα και οι ρινικές εκκρίσεις. Επίσης, μπορεί να μεταδοθεί από τη μητέρα στο έμβρυο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης (κάθετη μετάδοση), αλλά και μέσω της μετάγγισης αίματος ή παραγώγων αίματος και σπανιότερα μέσω της μεταμόσχευσης οργάνων. Ο χρόνος επώασης είναι συνήθως από τέσσερεις έως δέκα μέρες.
Ποια είναι τα συμπτώματα;
Η κλινική εικόνα της λοίμωξης από τον Παρβοϊό B19 ποικίλει ανάλογα με την ηλικία του ασθενούς και από την ύπαρξη υποκείμενων νοσημάτων. Η νόσος μπορεί να είναι ασυμπτωματική στα 2 από τα 10 άτομα που θα μολυνθούν. Τα συμπτώματα συνήθως είναι ήπια και περιλαμβάνουν πυρετό, κεφαλαλγία, βήχα, κυνάγχη, εξανθήματα, πόνο στις αρθρώσεις. Στο στάδιο αυτό, οι ασθενείς θεωρούνται μεταδοτικοί για τα άτομα του περιβάλλοντός τους.
Μία από τις πιο χαρακτηριστικές κλινικές εκδηλώσεις είναι το εξάνθημα δίκην «ραπισμένης παρειάς» (κόκκινα μάγουλα), στο οποίο οφείλεται και η ονομασία «Λοιμώδες Ερύθημα». Το εξάνθημα αυτό εμφανίζεται συνήθως λίγες μέρες μετά τα αρχικά συμπτώματα που προαναφέρθηκαν και παρουσιάζεται συχνότερα σε μικρά παιδιά παρά σε ενήλικες. Στη συνέχεια, μπορεί να εξαπλωθεί στο στήθος, την πλάτη, τους γλουτούς, τα χέρια και τα πόδια. Μπορεί να προκαλεί κνησμό, ειδικά στα πέλματα των ποδιών, να έχει δαντελωτή παρυφή, να ποικίλλει σε ένταση και συνήθως υποχωρεί σε 7 έως 10 ημέρες. Σε κάποιες περιπτώσεις, το εξάνθημα μπορεί να επανεμφανίζεται και να υποχωρεί για αρκετές εβδομάδες. Η ζέστη, το στρες και η άσκηση μπορεί παροδικά να το επιδεινώνουν. Η μολυσματικότητα της νόσου πέφτει μετά την εμφάνιση του εξανθήματος.
Μία άλλη κλινική εκδήλωση της λοίμωξης από Παρβοϊό B19, που παρατηρείται κυρίως σε ενήλικες και μάλιστα με μεγαλύτερη συχνότητα στις γυναίκες, είναι η διόγκωση και ο πόνος των αρθρώσεων που διαρκεί συνήθως από 1 έως 3 εβδομάδες. Σπανιότερα, μπορεί να επιμένει για μήνες ή περισσότερο, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις υποχωρεί χωρίς να αφήνει μακροχρόνια προβλήματα.
Ποιες είναι οι συχνότερες επιπλοκές της νόσου;
Σε υγιή παιδιά και ενήλικες η λοίμωξη είναι συνήθως ήπια και αυτοπεριοριζόμενη. Οι ομάδες που θεωρούνται υψηλού κινδύνου είναι οι ακόλουθες:
- Έγκυες (και κυρίως το έμβρυο που κυοφορούν): Η μόλυνση του εμβρύου κατά τη διάρκεια της κύησης μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρή αναιμία του εμβρύου (εμβρυικό ύδρωπα), θρομβοπενία, μυοκαρδίτιδα, καρδιακή ανεπάρκεια. Έως και 10% των μολυσμένων εμβρύων μπορεί να πεθάνουν ενδομητρίως. Ο κίνδυνος για το έμβρυο είναι μεγαλύτερος κατά τη μόλυνση της εγκύου από την 3η έως την 20η εβδομάδα κύησης και συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο αποβολών.
- Ασθενείς με χρόνιες αιματολογικές διαταραχές: ασθενείς με δρεπανοκυτταρική αναιμία, θαλασσαιμία, κληρονομική σφαιροκυττάρωση μπορεί να παρουσιάσουν σοβαρή απλαστική αναιμία που μπορεί να είναι απειλητική για τη ζωή τους, αν δεν διαγνωστεί έγκαιρα.
- Ασθενείς με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα: ασθενείς με λευχαιμία ή άλλες μορφές καρκίνου, που έχουν υποβληθεί σε μεταμόσχευση οργάνων, ασθενείς με HIV λοίμωξη, μπορεί να παρουσιάσουν σοβαρή αναιμία, πανκυτταροπενία, χρόνια λοίμωξη, απώλεια μοσχεύματος ή δυσλειτουργία και επιπλοκές συγκεκριμένων οργάνων (π.χ. μυοκαρδίτιδα, ηπατίτιδα κλπ).
Ποια είναι τα δεδομένα για τη τρέχουσα επιδημιολογία στην Ευρώπη;
Σύμφωνα με δεδομένα από τον ΕΟΔΥ και το ECDC, πολλές χώρες της Ευρώπης (Γαλλία, Ολλανδία, Ιρλανδία, Δανία, Νορβηγία, Τσεχία, Λετονία, Λιθουανία, Ισπανία), ανέφεραν αύξηση των περιστατικών της νόσου σε παιδιά, κυρίως κατά τα τέλη του 2023 και στο πρώτο τρίμηνο του 2024. Σε κάποιες από αυτές τις χώρες, καταγράφηκε αύξηση στα σοβαρά περιστατικά από λοίμωξη με Παρβοϊό B19 σε έγκυες, νεογνά και παιδιά καθώς και αύξηση στις ανιχνεύσεις Παρβοϊού B19 σε δότες αίματος/ πλάσματος και ενήλικες. Επίσης, στη Γαλλία καταγράφηκε αύξηση στις αποβολές, τις αμβλώσεις και στους θανάτους σε νεογνά, λόγω λοίμωξης από Παρβοϊό B19.
Πόσο χρειάζεται να ανησυχούν οι γονείς για ενδεχόμενη σοβαρή νόσηση;
Ανησυχία προκάλεσε η δημοσιοποίηση δεδομένων του ΕΟΔΥ τον Απρίλιο του 2024, όπου καταγράφηκε συρροή κρουσμάτων της νόσου σε παιδικό σταθμό της Θεσσαλονίκης. Από τα 11 περιστατικά που σημειώθηκαν, ένα παιδάκι ηλικίας 3,5 ετών κατέληξε με οξεία μυοκαρδίτιδα, έπειτα από λοίμωξη από Παρβοϊό Β19. Άλλα τρία παιδάκια παρουσίασαν κλινική εικόνα ήπιας μυοκαρδίτιδας, η οποία υποχώρησε σταδιακά χωρίς θεραπεία, ενώ τα υπόλοιπα παιδάκια εμφάνισαν ήπια συμπτώματα της νόσου. Ο ΕΟΔΥ έδωσε οδηγίες για την επαγρύπνηση των υγειονομικών για νέα ενδεχόμενα σοβαρά περιστατικά. Μέχρι σήμερα, στη χώρα μας καταγράφονται κρούσματα τα οποία είναι ήπια και αυτοπεριοριζόμενα και δεν συσχετίζονται με σοβαρές επιπλοκές.
Διάγνωση και θεραπεία
Η διάγνωση της λοίμωξης από Παρβοϊό B19 συνήθως είναι κλινική, με βάση το χαρακτηριστικό εξάνθημα που εμφανίζεται στην πλειονότητα των ασθενών. Η παρουσία θετικών IgM αντισωμάτων έναντι του ιού σε ορολογικό έλεγχο επιβεβαιώνει πρόσφατη λοίμωξη. Η παρουσία θετικών IgG αντισωμάτων υποδηλώνει παρελθούσα μόλυνση και ανοσία του ατόμου. Η διάγνωση μπορεί να γίνει και με μοριακό έλεγχο, ο οποίος γίνεται συνήθως σε άτομα με παράγοντες κινδύνου για σοβαρή νόσο.
Δεν υπάρχει ειδική αντιική θεραπεία. Η θεραπεία είναι συνήθως συμπτωματική και στοχεύει στην ανακούφιση από τον πυρετό και τον πόνο των αρθρώσεων με αναλγητικά φάρμακα ή του κνησμού οπότε χορηγούνται αντισταμινικά. Τέλος, μπορεί να χρειαστεί μετάγγιση αίματος σε ασθενείς με χρόνιες αιματολογικές διαταραχές που θα εκδηλώσουν σοβαρή αναιμία, ενώ μπορεί να χρειαστεί ενδοφλέβια χορήγηση ανοσοσφαιρίνης σε ασθενείς με ανοσοκαταστολή και σοβαρή λοίμωξη.