Βρογχιολίτιδα από τον Αναπνευστικό Συγκυτιακό Ιό (RSV)

Αναπνευστικός συγκυτιακός ιός (RSV)
Τι είναι και πως προκαλεί την βρογχιολίτιδα;
Ο αναπνευστικός συγκυτιακός ιός (RSV) αποτελεί την πιο κοινή αιτία βρογχιολίτιδας στα παιδιά ηλικίας <1 έτους.
Στην Ευρώπη αναφέρονται 245.000 νοσηλείες παιδιών <5 ετών, 150.000 νοσηλείες ενηλίκων και 20.000 θάνατοι ατόμων >60 ετών κάθε χρόνο.
Την τελευταία τριετία έχει αυξηθεί το ποσοστό των παιδιών που νοσούν από RSV. Οι πιθανότεροι παράγοντες είναι η αύξηση της κυκλοφορίας του ιού μετά το τέλος της πανδημίας Covid-19 και της άρσης των περιοριστικών μέτρων, η απουσία ανοσίας των παιδιών στον ιό και η αλλαγή των επιδημιολογικών δεδομένων (εποχική μετατόπιση του ιού).
Η βρογχιολίτιδα από RSV αρχίζει με λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος (1-3 ημέρες ρινική καταρροή και βήχα), κατόπιν επιδεινώνεται και εμφανίζει ταχύπνοια, δύσπνοια, πυρετό (1/3 παιδιών). Στη συνέχεια, προσβάλει διάχυτα τους μικρούς αεραγωγούς, προκαλεί κυάνωση, άπνοιες και επηρεάζει τη σίτιση (ανεπαρκή πρόσληψη υγρών και δυσκολία θηλασμού).
Τα συμπτώματα της RSV λοίμωξης διαρκούν 1-2 εβδομάδες, αλλά σε μερικές περιπτώσεις διαρκούν περισσότερο. Ο ιός προκαλεί φλεγμονή των επιθηλιακών κυττάρων των αεραγωγών, οίδημα, απόπτωση στο κατώτερο αναπνευστικό σύστημα, απόφραξη, αύξηση των εκκρίσεων, διαταραχή αερισμού και αιμάτωσης, η οποία συμβάλει στην υποξυγοναιμία.
Ποιοι είναι οι παράγοντες κινδύνου;
Στην περίπτωση σοβαρής επιδείνωσης της νόσου RSV, είναι αναγκαία η μεταφορά στο νοσοκομείο για εκτίμηση εφόσον ισχύουν οι εξής συνθήκες:
- Ηλικία παιδιού <3 μηνών
- Συγγενής καρδιοπάθεια
- Προωρότητα (32 εβδομάδες κύηση ή λιγότερο)
- Άπνοιες
- Βρογχοπνευμονική δυσπλασία, χρόνια πνευμονοπάθεια
- Χρωμοσωμιακές ανωμαλίες (π.χ. Σύνδρομο Down)
- Ανοσοανεπάρκεια
- Νευρομυϊκό νόσημα
Πώς αντιμετωπίζεται;
Ένα βρέφος με βρογχιολίτιδα από RSV μπορεί να αντιμετωπιστεί στο σπίτι, όταν ισχύουν τα εξής:
- Καλή κλινική εικόνα
- Ικανοποιητική σίτιση και πρόσληψη υγρών
- Κορεσμός οξυγόνου (SpO2 >95% στον αέρα)
- Αξιόπιστο οικογενειακό περιβάλλον
- Εύκολη πρόσβαση σε δομές υγείας
- Αναγνώριση των σημείων κινδύνου από τους γονείς του στο σπίτι
Ενδείξεις εισαγωγής σε Νοσοκομείο
- Μειωμένο επίπεδο συνείδησης – νωθρότητα
- Μειωμένη σίτιση ή ενυδάτωση <50-75% της συνήθους πρόσληψης (δεν βρέχει πάνες, κλαίει χωρίς δάκρυα, στεγνή γλώσσα)
- Γογγυσμό, αναπέταση ρινικών πτερυγίων
- Ταχύπνοια >60 αναπνοές / min
- Κορεσμός οξυγόνου (SpO2 <92% στον αέρα)
- Εισολκές μεσοπλεύριων, υπερκλείδιων διαστημάτων, σύσπαση κοιλιακών μυών
- Άπνοια (αναφερόμενη ή διαπιστωθείσα)
- Κυάνωση
- Παράγοντες κινδύνου για σοβαρή νόσο
- Συμπτώματα και σημεία που προβληματίζουν τον ιατρό των ΤΕΠ
Οξεία βρογχιολίτιδα από RSV & Αντιμετώπιση
Διάγνωση της RSV λοίμωξης
Ειδικές εξετάσεις για τον RSV ενδείκνυνται για θεραπευτικό σκοπό, συστήνεται απομόνωση των ασθενών και εκπαίδευση των γονέων και του νοσηλευτικού προσωπικού.
Ειδικά διαγνωστικά τεστ για επιβεβαίωση της RSV λοίμωξης είναι τα εξής:
- Ταχεία απομόνωση του αντιγόνου του ιού, από το ρινοφαρυγγικό έκπλυμα του παιδιού (Rapid test).
- Μοριακή ανίχνευση του RSV μέσω PCR.
Αντιμετώπιση
Η θεραπεία της βρογχιολίτιδας είναι κατά κανόνα υποστηρικτική:
Χορηγούμε υγροποιημένο οξυγόνο, μέσω ρινικής κάνουλας ή μάσκας, ώστε να επέλθει κορεσμός οξυγόνου SpO2 >92%. Είναι σημαντική η εξασφάλιση της σίτισης και της ενυδάτωσης από το στόμα. Εάν όμως η πρόσληψη υγρών είναι <50% των ημερησίων αναγκών, τότε συνιστάται η χορήγηση υγρών ενδοφλεβίως ή γευμάτων μέσω ρινογαστρικού καθετήρα.
Να σημειωθεί ότι δεν συστήνεται φυσιοθεραπεία. Επίσης, δεν συστήνονται οι ρινοπλύσεις ως ρουτίνα, ενδείκνυνται σε παιδιά με αναπνευστική δυσχέρεια, με άπνοιες ή με σιτιστικές δυσκολίες που οφείλονται σε κολλώδεις ρινικές εκκρίσεις.
Αν και υπάρχουν πολλά φάρμακα για τη θεραπεία της βρογχιολίτιδας (π.χ. σαλβουταμόλη, αδρεναλίνη, κορτικοστεροειδή), ωστόσο δεν συστήνονται.
Απεναντίας, αναφέρεται ότι βοηθάει το υπέρτονο διάλυμα (NaCl 3%) με νεφελοποίηση, διότι βελτιώνει τη βλενοκροσσωτή κάθαρση.
Πρόληψη RSV λοίμωξης
Οι ακόλουθοι παράγοντες είναι δυνατόν να προστατέψουν το παιδί από RSV λοίμωξη, λόγω παθητικής ανοσοποίησης.
- Το ανθρώπινο μονοκλωνικό αντίσωμα κατά του RSV, Palivizumab (Synagis): Χορηγείται κατά τη διάρκεια της πρώτης RSV εποχικής περιόδου, σε 5 μηνιαίες δόσεις ενδομυϊκά σε παιδιά <29 εβδομάδων κύησης ή σε παιδιά που διατρέχουν κίνδυνο για σοβαρή RSV λοίμωξη.
- Το ανθρώπινο μονοκλωνικό αντίσωμα κατά του RSV, Nirsevimab: Ενδείκνυται για προφύλαξη νεογνών και παιδιών που έχουν γεννηθεί κατά τη διάρκεια ή την έναρξη της RSV περιόδου και σε παιδιά μέχρι 2 ετών, που διατρέχουν κίνδυνο σοβαρής νόσησης από RSV. Χορηγείται μία (1) ενέσιμη δόση μακράς δράσης. Εφαρμόζεται στην Ευρώπη και την Αμερική, αλλά όχι στην Ελλάδα επί του παρόντος.
Άλλη στρατηγική προφύλαξης από RSV λοίμωξη βρεφών είναι η ενεργή ανοσοποίηση εγκύων γυναικών ως εξής: Το εμβόλιο για RSV (Abrysvo) ενδείκνυται για εμβολιασμό των μητέρων στην ηλικία κύησης 32-36 εβδομάδων. Με αυτόν τον τρόπο, προφυλάσσεται το βρέφος από τη γέννησή του μέχρι και 6 μηνών.
Στην Αμερική και σε χώρες της Ευρώπης εφαρμόζουν τον παραπάνω εμβολιασμό. Στην Ελλάδα κυκλοφορούν και συνταγογραφούνται 2 (δύο) εμβόλια για τον RSV σε υπερήλικες >60 ετών: Abrysvo (Pfizer) και Arexvy (GSK), με τα οποία προστατεύονται οι ίδιοι, ενώ παράλληλα δεν τον μεταδίδουν στα εγγόνια.
Οδηγίες για την οξεία βρογχιολίτιδα από RSV
Σημαντική είναι η εκπαίδευση της οικογένειας. Οι παιδίατροι και οι νοσηλευτές πρέπει να εκπαιδεύουν τα μέλη των οικογενειών, παιδιών με βρογχιολίτιδα, για να μπορούν να αναγνωρίσουν εγκαίρως τα συμπτώματα και να λαμβάνουν μέτρα πρόληψης.
Ακολουθούν κάποιες οδηγίες:
- Η διάρκεια συμπτωμάτων κυμαίνεται συνήθως από 2 έως 3 εβδομάδες.
- Ο RSV αποβάλλεται επί 1-2 εβδομάδες και δεν αφήνει μόνιμη ανοσία.
- Η μετάδοση και η νόσηση των μελών της οικογένειας ανέρχεται στο 30%-70%, μέσω μολυσμένων σταγονιδίων και μολυσμένων επιφανειών.
- Η απολύμανση των χεριών και η σχολαστική καθαριότητα του δωματίου του παιδιού (χερούλι πόρτας, κομοδίνο, παιχνίδια, τηλέφωνο) είναι απαραίτητη.
- Ο θηλασμός συνιστάται.
- Τα παιδιά δεν πρέπει να εκτίθενται σε παθητικό κάπνισμα. Οι ιατροί θα πρέπει να ρωτούν τους γονείς εάν καπνίζουν και να τους ενθαρρύνουν αντίστοιχα να το κόψουν.