Υποσπαδίας: Είδη και Θεραπεία
Στο ακόλουθο άρθρο θα δείτε αναλυτικές πληροφορίες για τον υποσπαδία, τα είδη του, τη συχνότητα εμφάνισής τους, αλλά και τρόπους θεραπείας.
Τι είναι ο υποσπαδίας και ποια είναι τα είδη του;
Ο υποσπαδίας αποτελεί μία σχετικά συχνή συγγενή ανωμαλία στα αγόρια, στην οποία το στόμιο της ουρήθρας βρίσκεται χαμηλότερα από το φυσιολογικό στην κοιλιακή επιφάνεια του πέους. Εμφανίζεται σε περίπου 1 ανά 200-300 γεννήσεις αρρένων νεογνών. Η ακριβής αιτία της πάθησης παραμένει άγνωστη και θεωρείται αποτέλεσμα συνδυασμού γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Η συχνότητα εμφάνισης αυξάνεται όταν υπάρχει οικογενειακό ιστορικό υποσπαδία , όταν η ηλικία της μητέρας υπερβαίνει τα 35 έτη, καθώς και όταν συνυπάρχουν ορισμένες παθολογικές καταστάσεις. Επίσης η λήψη φαρμάκων κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης, οι ορμονικές διαταραχές και η έκθεση σε χημικές ή φαρμακευτικές ουσίες μπορεί να επηρεάσουν την ανάπτυξη της ουρήθρας και να οδηγήσουν στη δημιουργία του υποσπαδία.
Η βαρύτητα του υποσπαδία είναι συνάρτηση της θέσης του ουρηθρικού στομίου. Όσο χαμηλότερα εκβάλλει η ουρήθρα, τόσο σοβαρότερο είναι το πρόβλημα και δυσκολότερη η αποκατάσταση. Ανάλογα με τη θέση του στομίου, ο υποσπαδίας διαιρείται σε:
α) Πρόσθιο ή περιφερικό, όταν το στόμιο της ουρήθρας εκβάλλει στη βάλανο (βαλανικός), στη στεφανιαία αύλακα (στεφανιαίος) ή ακριβώς κάτω από την αύλακα (υποβαλανικός)
β) Πεϊκό, με την εκβολή σε διαφορετικό ύψος στην κοιλιακή επιφάνεια του πέους (πρόσθιος, μέσος, χαμηλός)
γ) Κεντρικό ή οπίσθιο (βασοπεϊκός, οσχεϊκός περινεϊκός)
Στην τελευταία περίπτωση, ο υποσπαδίας συνοδεύεται συνήθως και από άλλες ανωμαλίες του ουροποιητικού συστήματος. Ο πρόσθιος υποσπαδίας είναι συχνότερος και συναντάται σε ποσοστό 50% περίπου, ακολουθούμενος από τον πεϊκό με 30% και τον οπίσθιο σε ποσοστό 20% (όπως απεικονίζονται και στον πίνακα).
Ο υποσπαδίας διαγιγνώσκεται εύκολα με την κλινική εξέταση κατά την γέννηση. Τα κύρια χαρακτηριστικά του, εκτός από την έκτοπη θέση του ουρηθρικού στομίου, είναι η κάμψη του πέους, η οποία οφείλεται στη χορδή που υποκαθιστά το τμήμα της ουρήθρας που δεν έχει διαπλασθεί και η περίσσεια της ακροποσθίας στη ραχιαία επιφάνεια του πέους, με ταυτόχρονο έλλειμμα στην κοιλιακή επιφάνεια.
Οι συχνότερες συνυπάρχουσες ανωμαλίες είναι η κρυψορχία και η βουβωνοκήλη σε ποσοστό περίπου 10%, ενώ οι ανωμαλίες του ουροποιητικού απαντώνται σε ποσοστό 4%, έναντι 2% στον γενικό πληθυσμό.
Τα λειτουργικά προβλήματα του μη διορθωμένου υποσπαδία αφορούν τόσο την ούρηση, όσο και τη σεξουαλική λειτουργία σε μεγαλύτερες ηλικίες. Υπάρχει διαφορετικού βαθμού ανώμαλη φορά της ακτίνας των ούρων, ενώ στον κεντρικό υποσπαδία η ούρηση γίνεται σε καθιστή θέση. Όσον αφορά τα προβλήματα συνουσίας, σε μικρή κάμψη υπάρχει επώδυνη στύση, αδυναμία εισόδου σε μεγάλη κάμψη, και εκσπερμάτωση εκτός του κόλπου.
Ποιοι είναι οι τρόποι θεραπείας;
Η θεραπεία του υποσπαδία είναι αποκλειστικά χειρουργική και στοχεύει στην αισθητική και λειτουργική αποκατάσταση του οργάνου. Οι ενδείξεις για τη χειρουργική διόρθωση περιλαμβάνουν τη διασπορά των ούρων, την αδυναμία ούρησης σε όρθια θέση, τη δυσκολία κατά τη συνουσία λόγω κάμψης, τα προβλήματα γονιμότητας λόγω εκσπερμάτωσης εκτός κόλπου και τέλος τη δυσμορφία των έξω γεννητικών οργάνων. Οι στόχοι της επέμβασης είναι η διόρθωση της κάμψης με αφαίρεση της χορδής ώστε να επιτυγχάνεται ευθεία στύση, η επιμήκυνση της ουρήθρας για να εξασφαλίζεται η ελεύθερη ροή των ούρων και του σπέρματος δια της βαλάνου και η δημιουργία αισθητικά αποδεκτού πέους.
Ο χρόνος διενέργειας της επέμβασης είναι σημαντικός και ιδανικά τα παιδιά αυτά πρέπει να χειρουργούνται από τον 6ο έως τον 18ο μήνα της ζωής. Διάφορες μελέτες έχουν δείξει ότι τα παιδιά που χειρουργούνται μέχρι τους 12 μήνες εμφανίζουν λιγότερο άγχος και έχουν καλύτερη ψυχοσεξουαλική συμπεριφορά από εκείνα που αντιμετωπίζονται σε μεγαλύτερες ηλικίες, ενώ γενικά και οι επιπλοκές είναι λιγότερες.
Η τεχνική της επέμβασης εξαρτάται από τον τύπο της ανωμαλίας. Στον περιφερικό και πεϊκό υποσπαδία εφαρμόζεται συνήθως η σωληνοποίηση της ουρηθρικής πλάκας, αφού προηγηθεί ευθειασμός του πέους (τεχνική κατά Snodgrass), ενώ στον χαμηλό υποσπαδία ενδείκνυται η τεχνική του σωληνωτού κρημνού από την ακροποσθία (Island -flap). Στον βαλανικό και στεφανιαίο υποσπαδία χωρίς κάμψη αρκεί η προώθηση και ο ενταφιασμός της ουρήθρας στη βάλανο (URAGPI) με πλαστική της ακροποσθίας, ώστε το πέος να αποκτά απόλυτα φυσιολογική εικόνα. Στις άλλες περιπτώσεις, το πέος εμφανίζει εικόνα περιτομής. Πολύ σπάνια θα χρειαστεί η χρησιμοποίηση μοσχεύματος από την ουροδόχο κύστη ή το στόμα για τη δημιουργία ουρήθρας. Όλες οι επεμβάσεις γίνονται με τοποθέτηση ουρηθρικού καθετήρα, που παραμένει συνήθως για 6-8 μέρες και χορηγούνται αντιβιοτικά και αναλγητικά για ανακούφιση του πόνου. Με τις σημερινές τεχνικές, η αποκατάσταση γίνεται σε ένα χειρουργικό χρόνο, σε αντίθεση με το παρελθόν που χρειάζονταν τουλάχιστον 2 με 3 επεμβάσεις για την αρχική αποκατάσταση.
Τα περισσότερα παιδιά που χειρουργούνται για υποσπαδία έχουν καλή έκβαση με φυσιολογική ούρηση και καλό αισθητικό αποτέλεσμα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, υπάρχουν επιπλοκές με συνηθέστερη τη δημιουργία συριγγίου, οπότε θα χρειαστεί να χειρουργηθούν ξανά. Αναφορικά με τη σεξουαλική λειτουργία σε μελέτες το 80% των χειρουργημένων έχει φυσιολογική σεξουαλική λειτουργία και το 70% είναι ικανοποιημένο με το αισθητικό αποτέλεσμα.
Συμπέρασμα
Ο υποσπαδίας αποτελεί μια συχνή συγγενή ανωμαλία των αγοριών που δημιουργεί σοβαρά λειτουργικά και ψυχολογικά προβλήματα, αν δεν διορθωθεί χειρουργικά. Οι σύγχρονες τεχνικές, όχι μόνο δίνουν την δυνατότητα διόρθωσης σε ένα χειρουργικό χρόνο, αλλά επιτυγχάνουν πολύ καλά λειτουργικά και αισθητικά αποτελέσματα. Απαραίτητες προϋποθέσεις επιτυχούς έκβασης είναι η επέμβαση να γίνεται στην κατάλληλη ηλικία, η εφαρμογή της ενδεδειγμένης τεχνικής και πρωτίστως η εμπειρία του χειρουργού. Παρόλα αυτά, υπάρχει ένα ποσοστό παιδιών που θα παρουσιάσουν επιπλοκές και θα χρειασθούν επανεγχείρηση.