Απεικονιστικός έλεγχος κυστεοουρητικής παλινδρόμησης
Πολλές φορές σε υπερηχογράφημα προγεννητικού ελέγχου αναφέρονται οι όροι «διάταση του πυελοκαλυκικού συστήματος του νεφρού» στο έμβρυο- «υδρονέφρωση». Αυτό ερμηνεύεται ως κατακράτηση των ούρων στο ουροποιητικό σύστημα, που τις περισσότερες φορές υποχωρεί μετά τη γέννηση.
Άλλοτε, όμως, αυτή η κατακράτηση των ούρων είναι σημαντική. Στην περίπτωση αυτή απαιτείται απεικονιστικός έλεγχος, διότι υφίσταται κατασκευαστικό πρόβλημα (στένωση ή κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση), το οποίο αφορά την αποχετευτική μοίρα του ουροποιητικού συστήματος. Είναι συγγενής ανωμαλία και αποτελεί ένα από τα αίτια της ουρολοίμωξης στη νεογνική και παιδική ηλικία.
Για καλύτερη κατανόηση, ας αναφερθούμε απλά στην ανατομία του ουροποιητικού συστήματος και της παροχέτευσης των ούρων.
Αφού το αίμα φιλτράρεται στους νεφρούς, τα παραγόμενα ούρα διαμέσου του πυελοκαλυκικού συστήματος, του νεφρού και του ουρητήρα, ακολουθώντας μια μόνο κατεύθυνση, συλλέγονται στην ουροδόχο κύστη και διαμέσου της ουρήθρας αποβάλλονται.
Στη στένωση, παρεμποδίζεται η παροχέτευση των ούρων σε κάποιο σημείο του αποχετευτικού συστήματος.
Στη κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση, δεν λειτουργεί σωστά ο βαλβιδικός μηχανισμός που υπάρχει στο σημείο της εισόδου του ουρητήρα στην ουροδόχο κύστη με αποτέλεσμα την επιστροφή- παλινδρόμηση των ούρων πίσω στο νεφρό.
Η ακολουθία των απεικονιστικών εξετάσεων για τη διάγνωση αυτών των δυο συγγενών ανωμαλιών είναι: 1) Το Υπερηχογράφημα 2) Η Κυστεογραφία και 3) Το σπινθηρογράφημα. Η μια εξέταση συμπληρώνει την άλλη.
Το υπερηχογράφημα, ταχύτατη και αναίμακτη μέθοδος – χωρίς ιοντίζουσα ακτινοβολία -θέτει την υποψία της στένωσης ή της παλινδρόμησης. Θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι στις παλινδρομήσεις μικρού βαθμού (1ου,2ου,3ου ) συνήθως το υπερηχογράφημα είναι φυσιολογικό, γι’αυτό το λόγο σύμφωνα και με τη γνώμη του θεράποντος ιατρού, συστήνεται ο έλεγχος με κυστεοουρηθρογραφία. Σε μεγαλύτερο βαθμό κυστεοουρητηρικής παλινδρόμησης (4ου, 5ου) παρατηρείται στο υπερηχογράφημα η προαναφερόμενη διάταση του πυελοκαλυκικού συστήματος και του ουρητήρα. Η υποψία της στένωσης σε κάποιο σημείο της αποχετευτικής μοίρας του νεφρού τίθεται με το υπερηχογράφημα και επιβεβαιώνεται με το σπινθηρογράφημα.
Τρεις μέθοδοι κυστεοουρηθρογραφίας εκτελούνται :
- Η ακτινολογική κυστεογραφία (εκτελείται από ιατρό ακτινολόγο).
- Η ραδιοισοτοπική κυστεογραφία (εκτελείται από ιατρό πυρηνικής ιατρικής).
- Η υπερηχογραφική κυστεογραφία (εκτελείται από ιατρό ακτινολόγο).
Και στις τρεις μεθόδους απαιτείται η λήψη αντιβίωσης προληπτικά δυο ημέρες πριν από την εξέταση, την ημέρα της εξέτασης και δυο ημέρες μετά, για αποφυγή εισόδου μικροβίων κατά το καθετηριασμό της ουρήθρας.
Πως εκτελείται η ακτινολογική κυστεοουρηθρογραφία.
Με προσεκτική αποστείρωση της περιοχής τοποθετείται καθετήρας δια της ουρήθρας στην ουροδόχο κύστη. Χορηγείται σκιαγραφικό και φυσιολογικός ορός μέχρι την πλήρωση της κύστης και λαμβάνεται η πρώτη ακτινογραφία. Στη συνέχεια αφαιρείται ο καθετήρας και λαμβάνονται 1-2 λήψεις κατά τη φάση της ούρησης. Η εξέταση ολοκληρώνεται με την ούρηση, οπότε και διαγιγνώσκεται η παλινδρόμηση.
Η κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση ταξινομείται σε πέντε βαθμούς. Στον 1ο βαθμό η παλινδρόμηση αφορά μόνο τον ουρητήρα, ενώ στο 5ο που είναι και η σοβαρότερη μορφή παλινδρόμησης, συμμετέχει όλη η αποχετευτική μοίρα (πυελοκαλυκικό σύστημα-ουρητήρας).
Η κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση μπορεί να αφορά τον ένα ή και τους δυο νεφρούς. Αυτή η μέθοδος υπερέχει των άλλων, γιατί μας παρέχει καλύτερη απεικόνιση στην ανατομία του ουροποιητικού συστήματος και της ουρήθρας και επιπλέον προσδιορίζει επακριβώς το βαθμό της παλινδρόμησης. Υστερεί σε σχέση με τη ραδιοισοτοπική στη ποσότητα της ακτινοβολίας.
Η Ραδιοισοτοπική Κυστεογραφία
Στην ραδιοιστοτοπική κυστεογραφία διαφέρει το χορηγούμενο διάλυμα . Πρόκειται για ραδιοισότοπο του οποίου η πορεία στην αποχετευτική μοίρα του ουροποιητικού συστήματος παρακολουθείται με ειδική τεχνική.
Η υπερηχογραφική κυστεογραφία
Τελευταία εκτελείται η υπερηχογραφική κυστεογραφία. Χορηγείται μικροφυσσαλιδώδες διάλυμα και παρακολουθείται με υπερηχογράφημα η πορεία του στην ουροδόχο κύστη, στους ουρητήρες και στους νεφρούς. Η εξέταση αυτή υστερεί στην απεικόνιση της ουρήθρας και δεν προσδιορίζει το βαθμό της κυστεοουρητηρικής παλινδρόμησης. Υπερέχει όμως των άλλων μεθόδων καθότι δεν υπαρχει ακτινοβολία.