Εξάρθημα ώμου
ΕΞΑΡΘΡΗΜΑ ΩΜΟΥ
Τι είναι και σε πόσα είδη διαχωρίζεται;
Η απώλεια επαλληλίας των συνδεόμενων αρθρικών επιφανειών αποτελεί το εξάρθρημα μιας άρθρωσης.
Στην γληνοβραχιόνιο άρθρωση διακρίνουμε 3 τύπους εξαρθρημάτων ανάλογα με την κατεύθυνση μετατόπισης της βραχιονίου κεφαλής σε σχέση με την ωμογλήνη.
- Το πρόσθιο εξάρθρημα όπου η βραχιόνια κεφαλή μετατοπίζεται προς τα εμπρός,
- το οπίσθιο εξάρθρημα στο οποίο η μετατόπιση της κεφαλής είναι οπίσθια και
- το κάθετο στο οποίο η κεφαλή φέρεται προς τα κάτω.
Το πρόσθιο εξάρθρημα είναι συχνότερο και προκαλείται από την επίδραση δυνάμεων όταν ο βραχίονας βρίσκεται σε θέση έξω στροφής πάνω από το επίπεδο του ώμου.
Τα εξαρθρήματα του ώμου μπορούν να διαχωριστούν ανάλογα με το μηχανισμό κάκωσης σε:
- τραυματικά, όπου ισχυρές δυνάμεις ασκούνται στον ώμο με αποτέλεσμα την έξοδο του βραχιονίου από την ωμογλήνη
- ατραυματικά, όπου ελάχιστη δύναμη σε απλές καθημερινές κινήσεις προκαλεί το εξάρθρημα.
Τα τραυματικά είναι πολύ συχνότερα με υψηλότερο ποσοστό συνοδών προβλημάτων. Ο ασθενής παρουσιάζει έντονο πόνο στον ώμο με συνοδό αδυναμία κίνησης του σύστοιχου άνω άκρου, το οποίο υποβαστάζει με το άλλο χέρι του. Χαρακτηριστική είναι η απώλεια του φυσιολογικού σφαιρικού σχήματος της άρθρωσης. Ανάλογα με την βαρύτητα του τραυματισμού μπορεί να συνυπάρχουν οίδημα, ρήξη τενόντων ή συνδέσμων, νευρολογική συμπτωματολογία.
Διάγνωση:
Η διάγνωση επιβεβαιώνεται με απλές ακτινογραφίες.
Αντιμετώπιση:
Η αντιμετώπιση περιλαμβάνει την ανάταξη, την επανατοποθέτηση δηλαδή, της κεφαλής του βραχιονίου στην φυσιολογική της θέση στην ωμογλήνη. Η ανάταξη μπορεί να γίνει με διάφορες τεχνικές: την κλασική Ιπποκράτειο, την Koher και πολλές άλλες. Συνήθως, η ανάταξη γίνεται υπό μέθη για να εξουδετερωθούν οι αντιστάσεις του ασθενούς και να αποφευχθούν περαιτέρω κακώσεις με εργώδεις χειρισμούς. Η αποκατάσταση της επαλληλίας των αρθρικών επιφανειών αποδεικνύεται με νέο ακτινολογικό έλεγχο.
Μετά την ανάταξη το άνω άκρο τοποθετείται είτε σε απλό φάκελο ανάρτησης, είτε σε κηδεμόνα σε θέση έξω στροφής. Το χρονικό διάστημα ακινητοποίησης, εξαρτάται κυρίως από την ηλικία του ασθενούς και το ιστορικό προηγούμενου εξαρθρήματος και κυμαίνεται από 2 έως 4 εβδομάδες. Πρόσθετα ανακουφιστικά μέτρα αποτελούν η παγοθεραπεία και τα από του στόματος αναλγητικά.
Σε ένα πρόσθιο εξάρθρημα του ώμου σχεδόν πάντοτε συμβαίνουν: α) ρήξη της πρόσθιας μοίρας του επιχείλιου χόνδρου ο οποίος εκριζώνεται από τη θέση του αδυνατώντας να συγκρατήσει την κεφαλή που παρεκτοπίζεται με ορμή προσθίως (βλάβη Bankart) και εμπίεσμα της βραχιονίου κεφαλής που προσκαλεί απώλεια της σφαιρικότητάς της (βλάβη Hill-Sachs). Πιθανά συνοδά προβλήματα μετά από ένα εξάρθρημα ώμου είναι η πολυαξονική αστάθεια, η ρήξη του στροφικού πετάλου και η ρήξη της μακράς κεφαλής του δικεφάλου.
Αστάθεια καλείται η κατάσταση κατά την οποία η γληνοβραχιόνιος άρθρωση υπεξαρθρώνεται ή εξαρθρώνεται, επαναλαμβανόμενα κατά την διάρκεια ενεργητικών κινήσεων ή αθλητικής δραστηριότητας. Κατά το υπεξάρθρημα η άρθρωση εκτελεί κινήσεις μεγαλύτερου εύρους απ’ ό,τι φυσιολογικά χωρίς όμως να εξέρχεται πλήρως από την ωμογλήνη, όπως συμβαίνει στο εξάρθρημα.
Ανάλογα με το μηχανισμό κάκωσης οι ρήξεις του επιχείλιου χόνδρου μπορεί να εμφανισθούν σε διάφορα σημεία γύρω από την ωμογλήνη. Για περιγραφικούς λόγους η ωμογλήνη προσομοιάζεται με ρολόι. Στο άνω μέρος της αντιστοιχεί η 12η ώρα, κάτω η 6η ώρα, μπροστά η 3η ώρα και πίσω η 9η ώρα. Έτσι:
- ρήξη στο πρόσθιο τμήμα του επιχείλιου χόνδρου μεταξύ 3ης και 6ης ώρας ονομάζεται ρήξη Bankart,
- ρήξη στο άνω μέρος του μεταξύ 1ης και 11ης ώρας αποτελεί την βλάβη SLAP (Superior Labrum Anterior Posterior) που περιλαμβάνει τον τένοντα του δικεφάλου,
- ρήξη του οπισθίου τοιχώματος μεταξύ 6ης και 11ης αναφέρεται ως ανάστροφη (reverse) Bankart και
- η σύμπλοκη ρήξη που περιλαμβάνει όλες τις προηγούμενες αναφέρεται ως ρήξη 270ο.
Παραλλαγές της ρήξης Bankart, η ρήξη ALPSA (Anterior Labral Periosteal Sleeve Avulsion) όπου το κομμάτι της ρήξης έχει παρεκτοπιστεί –βυθιστεί γύρω από τον αυχένα της ωμογλήνης και η Bony Bankart ρήξη όπου ένα οστικό τεμάχιο αποσπάται μαζί με το κομμάτι του επιχείλιου χόνδρου.
Η διάγνωση των ρήξεων του επιχείλιου χόνδρου γίνεται με την βοήθεια της κλινικής εξέτασης και των ακτινολογικών απεικονιστικών εξετάσεων.
Η μαγνητική (MRI) και η αξονική (CT) τομογραφία μπορεί να θέσουν τη διάγνωση, ωστόσο το μαγνητικό αρθρογράφημα, μετά από έγχυση παραμαγνητικής ουσίας στην γληνοβραχιόνιο άρθρωση, είναι η εξέταση εκλογής για την πιστοποίηση των ρήξεων του επιχείλιου χόνδρου ιδιαίτερα της βλάβης SLAP.
Η αντιμετώπιση των ρήξεων του επιχείλιου χόνδρου ακόμα και στο πρώτο εξάρθρημα πρέπει να είναι χειρουργική με σκοπό να αποκατασταθεί πλήρως η ανατομία του ώμου. Η πλειοψηφία των χειρισμών μπορεί να γίνει μέσω αρθροσκόπησης η οποία σε έμπειρα χέρια μπορεί να αποδώσει πραγματικά εκπληκτικά αποτελέσματα.