Παχυσαρκία & Γονιμότητα
Παχυσαρκία & Γονιμότητα: όλα όσα πρέπει να γνωρίζετε για τη σχέση τους!
Τι είναι
Παχυσαρκία & Γονιμότητα: Τι είναι η παχυσαρκία;
Η παχυσαρκία (η οποία έχει άμεση σχέση με τη γονιμότητα, (Δείκτης Μάζας Σώματος >30kg/m2) είναι μια από τις καταστάσεις κατά την οποία η υπερβολική συσσώρευση λίπους οδηγεί σε αυξημένο κίνδυνο για την υγεία. Φαίνεται πως έχει αρνητική επίδραση στη γονιμότητα τόσο των γυναικών όσο και των ανδρών. Συγκεκριμένα, τα παχύσαρκα άτομα έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να αντιμετωπίσουν προβλήματα με τη γονιμότητα, αλλά και να έχουν μειωμένα αποτελέσματα σε θεραπείες υπογονιμότητας. Ακόμα όμως και όταν οι παχύσαρκες γυναίκες κατορθώσουν να πετύχουν μία εγκυμοσύνη, έχουν υψηλότερο κίνδυνο να εμφανίσουν επιπλοκές κατά τη διάρκεια της κύησης ή ακόμα και του τοκετού.
Πώς το αυξημένο βάρος επιδρά στις γυναίκες;
Η ορμονική ισορροπία ρυθμίζει τον εμμηνορυσιακό κύκλο της γυναίκας, ενώ το λίπος φαίνεται να παίζει βασικό ρόλο στην έναρξη της εφηβείας και της εμμήνου ρύσεως (critical fat hypothesis). Επιδημιολογικές μελέτες υπολογίζουν πως 30-47% των υπέρβαρων και παχύσαρκων γυναικών έχουν ασταθή κύκλο. Οι υπέρβαρες (ΔΜΣ>25kg/m2) και οι παχύσαρκες γυναίκες έχουν υψηλότερα επίπεδα λεπτίνης, μίας ορμόνης που παράγεται από το λιπώδη ιστό και η οποία διαταράσσει αυτή την ορμονική ισορροπία και προκαλεί υπογονιμότητα. Όσο μεγαλύτερο είναι το βάρος σώματος και όταν η παχυσαρκία εμφανίζεται κατά την παιδική και εφηβική ηλικία, τόσο αυξάνεται η πιθανότητα εμφάνισης προβλημάτων υπογονιμότητας.
Αίτια
Παχυσαρκία & Γονιμότητα: Πού οφείλεται η υπογονιμότητα;
Η πιο συχνή αιτία υπογονιμότητας που σχετίζεται με την παχυσαρκία είναι το σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών (PCOS) που επηρεάζει περίπου το 10% των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας. Το αυξημένο σωματικό βάρος δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη διάγνωση του συνδρόμου, αλλά ανευρίσκεται σε περίπου 40% των γυναικών με PCOS και επιβαρύνει σημαντικά τα συμπτώματα.
Το αυξημένο σωματικό βάρος συνδέεται με ινσουλινοαντίσταση (το σώμα παράγει περισσότερη ινσουλίνη για να διατηρήσει τα επίπεδα του σακχάρου σε φυσιολογικά επίπεδα). Η ινσουλινοαντίσταση με τη σειρά της, μειώνει τα επίπεδα της φυλοσύνδετης πρωτεΐνης SHBG, μιας πρωτεΐνης που ρυθμίζει τα ανδρογόνα και τα οιστρογόνα, επηρεάζοντας την ωοθυλακιορρηξία και την αυτόματη σύλληψη. Γυναίκες με Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) μεγαλύτερο από 27 έχουν τριπλάσια πιθανότητα σε σχέση με τις γυναίκες με φυσιολογικό ΔΜΣ να μην μπορούν να συλλάβουν, γιατί δεν κάνουν ωοθυλακιορρηξία. Ακόμα και σε εκείνες που κάνουν ωοθυλακιορρηξία, η ποιότητα των ωαρίων μειώνεται, με αποτέλεσμα για κάθε αύξηση μίας μονάδας του ΔΜΣ πάνω από το 29, η πιθανότητα μία γυναίκα να επιτύχει κύηση πέφτει κατά 4%. Στις γυναίκες με ΔΜΣ >35 η πιθανότητα να επιτευχθεί κύηση είναι κατα 26% μικρότερη ενώ για γυναίκες με ΔΜΣ >40 κατα 43%.
Οι παχύσαρκες γυναίκες που έχουν υποβληθεί σε εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF- in vitro fertilization) έχουν αυξημένο κίνδυνο να εμφανίσουν επιπλοκές κατά τη διάρκεια της κύησης, μειώνοντας την αποτελεσματικότητα και την έκβαση της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Στοιχεία δείχνουν μικρότερη παραγωγή ωοθυλακίων παρά τη χρήση μεγαλύτερης ποσότητας γοναδοτροπινών σε κύκλους IVF, ελαττωμένη απάντηση στην εξωγενή διέγερση των ωοθηκών, χαμηλή πιθανότητα εγκυμοσύνης για ΔΜΣ >30, χαμηλό αριθμό τοκετών μετά από εξωσωματική γονιμόποιηση και αυξημένες αποβολές α’ τριμήνου, ιδιαίτερα σε γυναίκες με πολυκυστικές ωοθήκες.
Η απώλεια βάρους βελτιώνει την ωοθυλακική λειτουργία και τη συχνότητα σύλληψης.
Οι παχύσαρκες γυναίκες έχουν επίσης αυξημένο κίνδυνο για υπέρταση, για θρομβωτικά επεισόδια και για αποβολές. Η παχυσαρκία φαίνεται να σχετίζεται επίσης με αυξημένο κίνδυνο για διαταραχές διάπλασης του εμβρύου, κυρίως της καρδιάς και του νευρικού συστήματος αλλά και με θάνατο του νεογνού. Ένα ακόμα ανησυχητικό φαινόμενο που όλο και πιο συχνά παρατηρείται είναι ότι τα μωρά που γεννιούνται από παχύσαρκες μαμάδες έχουν και τα ίδια αυξημένο κίνδυνο να είναι παχύσαρκα από την παιδική τους ηλικία.
Παχυσαρκία & Γονιμότητα: Πώς το αυξημένο βάρος επιδρά στους άνδρες;
Στους άνδρες η παχυσαρκία συνδέεται επίσης με υπογονιμότητα. Οι υπέρβαροι και οι παχύσαρκοι άντρες έχουν κατά 11% και 42% πιθανότητα να έχουν χαμηλό αριθμό σπερματοζωαρίων και κατα 39% και 81% να έχουν αζωοσπερμία, αντίστοιχα. Στην υπογονιμότητα συμβάλλει η ορμονική ανισορροπία, η σεξουαλική δυσλειτουργία, ο σακχαρώδης διαβήτης και το σύνδρομο υπνικής άπνοιας (τα δύο τελευταία μειώνουν τα επίπεδα της τεστοστερόνης και προκαλύν προβλήματα στύσης).
Υπολογίζεται ότι για κάθε 10 παραπανίσια κιλά μειώνεται η γονιμότητα κατά 10%.
Αντιμετώπιση
Παχυσαρκία & Γονιμότητα: Πώς αντιμετωπίζεται;
Όμως, παρόλο που είναι εμφανής η αρνητική επίδραση της παχυσαρκίας στη γονιμότητα, μελέτες δείχνουν ότι ακόμα και μία απώλεια του σωματικού βάρους 5-10% συνδυαστικά με άσκηση, βελτιώνουν τον κύκλο της γυναίκας και αυξάνουν την πιθανότητα για εγκυμοσύνη. Η ωοθυλακική λειτουργία επανέρχεται στην πλειοψηφία των γυναικών με πολυκυστικές ωοθήκες PCOS αφού χάσουν το 5-10% του συνολικού τους βάρους, ενώ η πιθανότητα εγκυμοσύνης αυξάνεται κατά 30-40% μετά από ένα χρόνο.
Ο τρόπος απώλειας βάρους δεν φαίνεται να παίζει ρόλο. Χρειάζεται όμως συνδυασμός σωστής διατροφής ΚΑΙ άσκησης για να βελτιωθούν σημαντικά οι ορμονικές διαταραχές, να πέσουν τα επίπεδα της ινσουλίνης και για να διατηρηθούν τα αποτελέσματα. Συχνά, ιδίως σε γυναίκες με πολυκυστικές ωοθήκες, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και φάρμακα που ελαττώνουν τα επίπεδα της ινσουλίνης σε συνδυασμό με διατροφή και άσκηση.
Στους άνδρες, η απώλεια βάρους φαίνεται να έχει σημαντικό αποτέλεσμα στην αύξηση του όγκου του σπέρματος, στη συγκέντρωση και στην κινητικότητα των σπερματοζωαρίων.
Πριν ξεκινήσει οποιαδήποτε πρόγραμμα απώλειας βάρους ένα άτομο με παχυσαρκία ή υπερβολική και απότομη πρόσληψη βάρους (>10% του βάρους σώματος σε περίοδο ενός έτους) θα πρέπει να εκτιμηθεί από έναν ειδικό ενδοκρινολόγο και να κάνει ένα βασικό έλεγχο μεταβολικών παραμέτρων και άλλων διαγνωστικών εξετάσεων για να αποκλεισθεί η πιθανότητα ορμονικής διαταραχής ιδίως όταν η παχυσαρκία συνοδεύεται από υπέρταση, αυξημένο σάκχαρο και άλλα κλινικά σημεία ύποπτα για αυξημένα επίπεδα ορμονών.