Σύγχρονη ελάχιστα επεμβατική μέθοδος αντιμετώπισης θωρακοκοιλιακών ανευρυσμάτων
Το ανεύρυσμα της κοιλιακής αορτής που καταλαμβάνει τις νεφρικές αρτηρίες ονομάζεται παρανεφρικό, ενώ το ανεύρυσμα που εκτείνεται από το θώρακα έως την κοιλιά καλείται θωρακοκοιλιακό ανεύρυσμα. Τα ανευρύσματα αυτά αποτελούν τις σοβαρότερες αγγειακές παθήσεις. Ο πιο σημαντικός κίνδυνος είναι το ανεύρυσμα να ραγεί και τότε η πιθανότητα ο ασθενής να καταλήξει είναι εξαιρετικά μεγάλη (περίπου 80%). Όταν το ανεύρυσμα ξεπεράσει σε διάμετρο τα 5-5,5 εκ. θα πρέπει να αντιμετωπισθεί άμεσα, γιατί τότε η πιθανότητα ρήξης αυξάνεται εκθετικά.
Η αορτή είναι η μεγαλύτερη αρτηρία στο σώμα μας. Το τμήμα της που περνάει μέσα από το θώρακα ονομάζεται θωρακική αορτή, ενώ μέσα στην κοιλιά κοιλιακή αορτή.
Χαμηλότερα χωρίζεται σε δύο αρτηρίες, τις λαγόνιες, οι οποίες μεταφέρουν το αίμα στα κάτω άκρα. Σε μερικούς ανθρώπους η αορτή αρχίζει να “φουσκώνει”(αύξηση διαμέτρου). Η μόνιμη αυτή εντοπισμένη διάταση της αορτής ονομάζεται ανεύρυσμα.
Η ανοιχτή χειρουργική αντιμετώπιση (εκτομή ανευρύσματος και θωρακοκοιλιακή παράκαμψη) που αποτελούσε την κλασική μέθοδο θεραπείας, συνοδεύεται από σημαντικά ποσοστά θνητότητας, νοσηρότητας και επιπλοκών νεφρικών, ηπατικών, καρδιολογικών, νευρολογικών.
Η δυσκολία του ανοικτού χειρουργείου στην περίπτωση των ανευρυσμάτων αυτών και οι προκαλούμενες σε υψηλό ποσοστό επιπλοκές, οφείλονται στο γεγονός ότι από τη θωρακοκοιλιακή αορτή, ξεκινούν οι σημαντικότερες αρτηρίες από τις οποίες αιματώνονται σπλαχνικά όργανα ζωτικής σημασίας για τον οργανισμό μας. Οι αρτηρίες αυτές, όπως η κοιλιακή αρτηρία, η άνω μεσεντέριος αρτηρία, οι νεφρικές, και οι μεσοπλεύριες αιματώνουν ζωτικά όργανα, όπως το στομάχι, το έντερο, το ήπαρ, το σπλήνα και το νωτιαίο μυελό.
Η δυσκολία των χειρουργικών αναστομώσεων, ο μεγάλος χειρουργικός χρόνος ισχαιμίας, το μεγάλο χειρουργικό τραύμα και η απώλεια αίματος, αποτελούν μερικές από τις αιτίες του υψηλού ποσοστού επιπλοκών της ανοικτής επέμβασης με παρατεταμένο χρόνο νοσηλείας (ειδικά στη ΜΕΘ), αλλά και υψηλή θνητότητα.
Η ενδαγγειακή αντιμετώπιση των ανευρυσμάτων αυτών με ειδικά ενδοαυλικά μοσχεύματα αποτελεί μια λιγότερο επεμβατική τεχνική που εφαρμόζεται ήδη με επιτυχία σε εξειδικευμένα κέντρα του εξωτερικού τα τελευταία χρόνια.
Κατά τη μέθοδο αυτή, σχεδιάζεται με ειδικό λογισμικό και με βάση την αξονική αγγειογραφία της θωρακικής και κοιλιακής αορτής του ασθενούς ειδικό μόσχευμα, που κατασκευάζεται ειδικά για τον ίδιο (εικ. 3). Το μόσχευμα ενσωματώνει θυρίδες (fenestrations) ή και πλάγιους κλάδους (branches), οι οποίοι σχεδιάζονται έτσι ώστε να αντιστοιχούν στη θέση έκφυσης των σπλαχνικών αρτηριών όταν το μόσχευμα τοποθετηθεί μέσα στην αορτή του ασθενούς. Όλη η επέμβαση εκτελείται υπό ακτινοσκόπηση από τρεις μικρές τομές (δύο στις βουβωνικές χώρες και μία στη μασχαλιαία κοιλότητα).
Αφού τοποθετηθεί το κύριο μόσχευμα από τη μηριαία αρτηρία, στη συνέχεια, καθετηριάζονται μέσα από το μόσχευμα οι θυρίδες ή οι πλάγιοι κλάδοι και στη συνέχεια τα σπλαχνικά αγγεία. Μετά τοποθετούνται νέα stents που γεφυρώνουν τα αγγεία με το μόσχευμα.
Η μέθοδος αυτή εφαρμόζεται και για την αντιμετώπιση διαχωριστικών θωρακοκοιλιακών ανευρυσμάτων αλλά και εκτεταμένων ανευρυσμάτων της λαγονίου αρτηρίας.
Η λιγότερο επεμβατική αυτή μέθοδος εφαρμόστηκε πρόσφατα με επιτυχία σε ασθενή της Ευρωκλινικής με γιγαντιαίο ανεύρυσμα της ΔΕ κοινής λαγονίου αρτηρίας (διάμετρο= 8,5 εκ.) που καταλάμβανε και τις εκφύσεις της έσω και έξω λαγονίου αρτηρίας και ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής. Ο ασθενής ετών 70, πάσχων και από άλλες σοβαρές παθήσεις και παχυσαρκία παρουσίαζε αντένδειξη για ανοικτή χειρουργική αντιμετώπιση.
Τοποθετήθηκε ενδαγγειακό μόσχευμα με πλάγιο κλάδο που καθετηριάστηκε από την ετερόπλευρη μηριαία αρτηρία (εικ. 5). Στη συνέχεια στον ίδιο χειρουργικό χρόνο αντιμετωπίστηκε ενδαγγειακά και το ανεύρυσμα της κοιλιακής αορτής από το οποίο έπασχε.
Ο ασθενής δεν χρειάστηκε μετάγγιση ή νοσηλεία στη ΜΕΘ, ενώ την τρίτη μετεγχειρητική ημέρα εξήλθε της κλινικής χωρίς επιπλοκές.
Με τα μοσχεύματα και τη μέθοδο που περιγράφηκε, η επέμβαση γίνεται ενδαγγειακά, με μικρές τομές και μικρότερη επιβάρυνση του ασθενούς. Η μέθοδος συνοδεύεται από χαμηλότερα ποσοστά θνητότητας και νοσηρότητας σε σχέση με την ανοικτή επέμβαση.
Ο ασθενής έχει ανάγκη από λιγότερη ή καθόλου μετάγγιση αίματος και ο συνολικός χρόνος νοσηλείας είναι μικρότερος. Οι επεμβάσεις αυτές θα πρέπει να εκτελούνται σε υβριδικές χειρουργικές αίθουσες εξοπλισμένες με σύγχρονο αγγειογράφο, ενώ ο αγγειοχειρουργός θα πρέπει να είναι εξειδικευμένος στην τεχνική αυτή σε ένα από τα λίγα εξιδεικευμένα κέντρα του εξωτερικού που εφαρμόζεται.