Υπολογισμός οστικής ηλικίας στα παιδιά
Οστική ηλικία: ο υπολογισμός της και η χρησιμότητά της για τα παιδιά
Η οστική ηλικία αποτελεί μια συνηθισμένη μέθοδο αξιολόγησης της ωριμότητας του σκελετού στα παιδιά κυρίως για ιατρικούς λόγους και χρησιμοποιείται ευρέως από παιδοακτινολόγους, παιδοενδοκρινολόγους και παιδιάτρους αναπτυξιολόγους.
Κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης του παιδιού, η βιολογική ωρίμανση προσδιορίζεται από διάφορες παραμέτρους μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και η ανάπτυξη – ωρίμανση του σκελετού. Η οστική ηλικία υπολογίζεται σε έτη και ορισμένες φορές σε έτη και μήνες και αντιπροσωπεύει το βαθμό ωριμότητας-ανάπτυξης των οστών. Η οστική ηλικία μπορεί να διαφέρει από την ημερολογιακή-χρονολογική ηλικία του παιδιού. Σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας ο σκελετός εξελίσσεται, ειδικότερα στην παιδική ηλικία ωριμάζει και μεγαλώνει σε διαστάσεις. Εμφανίζονται οι πυρήνες οστέωσης, δηλαδή οι περιοχές απ’ όπου δημιουργούνται τα οστά και πραγματοποιούνται και αλλαγές στις επιφύσεις, στα τμήματα των οστών που ευθύνονται για την επιμήκυνση των οστών ως την ενηλικίωση, οπότε και ολοκληρώνεται η ανάπτυξη του σκελετού και η αύξηση του ύψους. Αυτή η διαδικασία εξαρτάται από πολύπλοκους μηχανισμούς και ελέγχεται από ορμόνες.
Πως υπολογίζεται η οστική ηλικία;
Ο υπολογισμός της οστικής ηλικίας γίνεται μετά από τη λήψη μιας απλής ακτινογραφίας face του αριστερού χεριού, στην οποία συμπεριλαμβάνονται τα οστά του αριστερού καρπού και το περιφερικότερο τμήμα των οστών του αριστερού αντιβραχίου (πήχη). Η τεχνική αυτή εφαρμόζεται ήδη εδώ κι περίπου 80 χρόνια για να υπολογιστεί η οστική ηλικία στα παιδιά. Αποτελεί μία μέθοδο δοκιμασμένη και αξιόπιστη. Η εξέταση πραγματοποιείται εύκολα και γρήγορα και θεωρείται ιδιαίτερα ασφαλής για τα παιδιά λόγω της αμελητέας έκθεσης σε ακτινοβολία. Η χρήση ψηφιακών ακτινολογικών μηχανημάτων με ειδικά παιδιατρικά πρωτόκολλα ελαχιστοποιεί περαιτέρω τη δόση ακτινοβολίας.
Ο παιδοακτινολόγος μετά τη λήψη της ακτινογραφίας υπολογίζει την οστική ηλικία, είναι σημαντικό ο διαγνώστης να είναι έμπειρος και εξοικειωμένος με τη μέθοδο ώστε τα αποτελέσματα να είναι αξιόπιστα.
Υπάρχουν διάφορες τεχνικές για τον υπολογισμό της οστικής ηλικίας με πιο συνηθισμένες τις ακόλουθες τρεις: τη μέθοδο Greulich-Pyle, τη μέθοδο Tanner-Whitehouse και τη μέθοδο Fels. Η πρώτη μέθοδος (Greulich-Pyle) είναι αυτή που εφαρμόζεται ευρύτερα σε όλο τον κόσμο και ειδικότερα και στο τμήμα μας.
Τι αποτελέσματα – συμπεράσματα μας δίνει η εξέταση
Η αξιολόγηση των δεδομένων της ακτινογραφίας για την οστική ηλικία μας οδηγεί σε τρεις κατηγορίες αποτελεσμάτων: σε εξεταζόμενους με καθυστέρηση της οστικής ηλικίας, σε εξεταζόμενους με οστική ηλικία συμβατή με τη χρονολογική τους ηλικία και τέλος σε εξεταζόμενους με συγκριτικά προχωρημένη οστική ηλικία.
Ο παιδοενδοκρινολόγος ή ο παιδίατρος-αναπτυξιολόγος στη συνέχεια αξιολογεί τα αποτελέσματα και την πιθανή απόκλιση της οστικής ηλικίας από τη χρονολογική ηλικία. Σε περίπτωση αποκλίσεων και ιδιαίτερα σε περίπτωση σημαντικών αποκλίσεων η οστική ηλικία κατευθύνει τον ειδικό ιατρό στην περαιτέρω διερεύνηση ή την κατάλληλη αντιμετώπιση.
Από ποιους παράγοντες επηρεάζεται η οστική ηλικία και πως συνδέεται με άλλες παθήσεις
Η οστική ηλικία επηρεάζεται από παράγοντες όπως το φύλο, η διατροφή αλλά και από παράγοντες γενετικούς, μεταβολικούς και κοινωνικούς. Επηρεάζεται επίσης από ασθένειες, οξείες και χρόνιες, οι οποίες συμπεριλαμβάνουν και τις ορμονικές διαταραχές. Ασθενείς με σοβαρό υποθυρεοειδισμό μπορεί να εμφανίσουν καθυστέρηση στην ανάπτυξη των οστών τους και συνεπώς να εμφανίσουν μικρότερη οστική ηλικία.
Καθυστερημένη οστική ηλικία παρατηρείται επίσης σε συνθήκες υποσιτισμού που συνδυάζονται με χρόνια νοσήματα όπως η χρόνια φλεγμονώδης νόσος του εντέρου, η κοιλιοκάκη ή η κυστική ίνωση. Καθυστέρηση στην οστική ηλικία παρατηρείται ακόμα σε χρόνιες φλεγμονώδεις καταστάσεις όπως η νεανική ιδιοπαθής αρθρίτιδα αλλά και σε ανοσοανεπάρκεια. Μικρότερη οστική ηλικία μπορούν να εμφανίσουν παιδιά με καρδιολογικά νοσήματα, όπως επίσης και παιδιά με χρόνια νοσήματα των νεφρών ή του ήπατος.
Καθυστέρηση στην ανάπτυξη του σκελετού παρατηρούμε σε ψυχιατρικές καταστάσεις όπως η ανορεξία, σε παιδιά με έντονο ψυχοκοινωνικό στρες, σε σύνδρομα όπως η τρισωμία 21, ενώ είναι συχνή και σε πρόωρα βρέφη.
Αντίθετα, παιδιά με υπερθυρεοειδισμό μπορεί να εμφανίσουν πρόωρη ήβη, η οποία να συνδυαστεί με προχωρημένη οστική ηλικία. Επιπλέον, το αυξημένο σωματικό βάρος και η παχυσαρκία είναι από τα συχνότερα αίτια προχωρημένης οστικής ηλικίας. Αυξημένη οστική ηλικία μπορεί να παρατηρηθεί σε όγκους ωοθηκών καθώς επίσης και σε ασθένειες ή όγκους των επινεφριδίων. Ακόμα και φαρμακευτικές θεραπείες με ορμονικά σκευάσματα μπορεί να επηρεάσουν την ανάπτυξη των οστών και κατ’ επέκταση της οστικής ηλικίας.
Τα τελευταία δεδομένα
Τα τελευταία χρόνια γίνονται προσπάθειες υπολογισμού της οστικής ηλικίας με χρήση υπερήχων. Χρειάζεται ωστόσο περαιτέρω βελτίωση αυτή η μέθοδος και δεν έχει καταφέρει να αντικαταστήσει την ακτινογραφία για τον υπολογισμό της οστικής ηλικίας. Η ακτινογραφία εξακολουθεί να αποτελεί εξέταση επιλογής.
Τα τελευταία χρόνια γίνεται επίσης προσπάθεια υπολογισμού της οστικής ηλικίας με χρήση αυτοματοποιημένων υπολογιστικών συστημάτων, ώστε να είναι πιο ακριβή τα αποτελέσματα και να μην εξαρτώνται από ιατρό που θα αξιολογήσει τα ευρήματα.
Αρκετοί επιστήμονες επίσης προτείνουν διάφορους αλγόριθμους, οι οποίοι στηρίζονται στην οστική ηλικία του παιδιού ώστε να προβλέψουν το ύψος του κατά την ενηλικίωσή του.
Πρόσφατα γίνεται προσπάθεια αξιοποίησης της οστικής ηλικίας για μη ιατρικούς λόγους, όπως είναι ο αθλητισμός και τα προγράμματα μετανάστευσης για την εκτίμηση της ηλικίας των μεταναστών που αιτούνται άσυλο καθώς ισχύουν διαφορετικοί κανονισμοί για τους ανήλικους και τους ενήλικες. Ωστόσο η οστική ηλικία από μόνη της δεν θεωρείται ότι μπορεί να προσδιορίσει με απόλυτη ακρίβεια τη χρονολογική ηλικία του εξεταζόμενου.