Αναψυκτικά και αλκοόλ: 10 λόγοι που μας παχαίνουν!
Αναψυκτικά & αλκοόλ: όλα όσα πρέπει να γνωρίζετε!
Αναψυκτικά & αλκοόλ: Εισαγωγή
Τα αναψυκτικά αποτελούν την αδυναμία μικρών και μεγάλων. Δροσίζουν, ανακουφίζουν από τη δυσπεψία και προκαλούν μια μοναδική ευχαρίστηση. Ωστόσο, αποτελούν μια αποδεδειγμένα «κακή» διατροφική συμπεριφορά.
Ο βασικότερος λόγος που τα αναψυκτικά έχουν αποκτήσει τόσο κακή φήμη είναι η μεγάλη περιεκτικότητά τους σε ζάχαρη. Ένα κουτάκι αναψυκτικού περιέχει 8-10 κουταλιές ζάχαρη, δηλαδή αποδίδει 160-200kcal «κενές» θερμίδες. Επομένως, λόγω της αυξημένης περιεκτικότητας των αναψυκτικών σε απλούς υδατάνθρακες και σάκχαρα, η συστηματική κατανάλωσή τους έχει ενοχοποιηθεί για εμφάνιση παχυσαρκίας, τερηδόνας, σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2, αυξημένη εναπόθεση ενδοκοιλιακού λίπους, καρδιαγγειακές παθήσεις και κάποιες μορφές καρκίνου. Για το λόγο αυτό, η βιομηχανία τροφίμων αναζήτησε λύσεις, ώστε να μην αναγκαστεί το καταναλωτικό κοινό να τα θυσιάσει στο βωμό της καλής υγείας. Έτσι, πλέον στην αγορά κυκλοφορούν όλα τα αναψυκτικά και στη light μορφή τους, κατά την οποία η ζάχαρη έχει αντικατασταθεί από τεχνητά γλυκαντικά, με αποτέλεσμα ένα κουτάκι αναψυκτικού να μην έχει καθόλου ζάχαρη και να αποδίδει σχεδόν μηδενικές θερμίδες. Βέβαια, και η αυξημένη πρόσληψη γλυκαντικών δεν είναι ελεύθερη συνεπειών, γι’ αυτό η κατανάλωση των light αναψυκτικών δεν αποτελεί πανάκεια.
Επίσης, το ανθρακικό οξύ μπορεί να επιδεινώσει προϋπάρχοντα γαστρεντερικά προβλήματα (πχ. γαστρίτιδα, σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου κτλ), ενώ η «συγκάλυψη» του αισθήματος της δίψας οδηγεί σε μειωμένη πρόσληψη νερού και κατ’ επέκταση στα προβλήματα που μπορεί να προκύψουν από την κακή ενυδάτωση του οργανισμού.
Συνεπώς, τα αναψυκτικά με ζάχαρη καλό θα είναι να αποφεύγονται εντελώς, και εφόσον επιθυμεί κανείς να καταναλώσει ένα αναψυκτικό καλύτερα να επιλέξει κάποιο που δεν περιέχει ζάχαρη. Επίσης, συστήνεται οι έγκυες και τα παιδιά να μην καταναλώνουν καθόλου αναψυκτικά, ενώ πρέπει να αποθαρρύνεται η συστηματική και καθημερινή κατανάλωσή τους.
Σχετικά με το αλκοόλ, υπάρχει μεγάλη ποικιλία ως προς το είδος του ποτού που μπορεί να καταναλώσει κάποιος, ως προς την ποσότητα, αλλά και ως προς τις περιβαλλοντικές και ψυχολογικές συνθήκες που συνοδεύουν την κατανάλωση ενός ποτού.
Αναψυκτικά & αλκοόλ: Είδος & Ποσότητα
Σχετικά με το είδος του ποτού είθισται το κρασί να θεωρείται η καλύτερη δυνατή επιλογή. Η μεγάλη ποσότητα πολυφαινολονών που απαντώνται στο κρασί (ιδιαίτερα στο κόκκινο), με κυριότερη τη ρεσβερατρόλη, έχουν αποδεδειγμένη αντιοξειδωτική δράση που μπορεί να οδηγήσουν σε βελτίωση του λιπιδαιμικού προφίλ και της καρδιαγγειακής λειτουργίας, προστατευτική δράση στα ενδοθηλιακά κύτταρα και μείωση της πιθανότητας εμφάνισης εκφυλιστικών νευρολογικών παθήσεων (π.χ. Alzheimer). Ωστόσο, και η μπύρα έχει μεγάλη περιεκτικότητα σε αντιοξειδωτικές ουσίες, βιταμίνες του συμπλέγματος B, μέταλλα και ιχνοστοιχεία. Αντίθετα, τα ποτά με πολλούς αλκοολικούς βαθμούς (βότκα, ουίσκι, τζιν κτλ), αλλά και οι αναμείξεις αυτών (για να σχηματιστούν τα εντυπωσιακά coctails) δεν έχουν καμία θρεπτική αξία.
Αλλά αυτό που τελικά παίζει το μεγαλύτερο ρόλο στο πώς θα αξιολογήσουμε την πρόσληψη αλκοόλ, είναι η ποσότητα. Ακόμα και το κρασί, μια μικρή έως μέτρια κατανάλωσή του οποίου μπορεί να είναι ωφέλιμη, σε περίπτωση που ξεπεραστεί το όριο των 2 ποτηριών, μπορεί τελικά να προκαλέσει βλαβερές συνέπειες για την υγεία. Επίσης, το αλκοόλ είναι αρκετά θερμιδογόνο, αφού κάθε γραμμάριο αλκοόλ αποδίδει 7 kcal. Δηλαδή, όσο μεγαλύτερη είναι η περιεκτικότητα καθαρού οινοπνεύματος σε ένα ποτό, τόσο περισσότερες θερμίδες έχει, αλλά και όσο περισσότερα ποτά καταναλωθούν τόσο περισσότερες θερμίδες θα προσληφθούν, αθροιστικά. Εάν, μάλιστα στα ποτά αυτό έχουν προστεθεί και χυμοί, αναψυκτικά, ζάχαρη ή και άλλα ποτά, το θερμιδικό του περιεχόμενο μπορεί να εκτιναχθεί. Αξίζει να αναφέρουμε ως προς την ποσότητα του αλκοόλ ότι παρατηρείται μια διαφοροποίηση ανάμεσα στα δύο φύλα, με τους άντρες να «επιτρέπεται» να καταναλώσουν σχεδόν τη διπλάσια ποσότητα σε σχέση με τις γυναίκες, επειδή οι γυναίκες συνήθως έχουν μειωμένη γαστρική δραστικότητα του ενζύμου αλκοολική δεϋδρογονάση και επομένως κάνουν μεγαλύτερη γαστρική απορρόφηση οινοπνεύματος.
Συνθήκες Κατανάλωσης
Τέλος, έχει μεγάλη σημασία κάτω από ποιες συνθήκες γίνεται η κατανάλωση του αλκοόλ. Η κοινωνική κατανάλωση αλκοόλ (με παρέα, σε κάποια έξοδο κτλ) δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως κακή συνήθεια. Επίσης, η συστηματική κατανάλωση ενός ποτηριού κρασιού με το φαγητό από αρκετούς καρδιολόγους συστήνεται ως καρδιοπροστατευτική. Αντιθέτως, πρέπει να αποφεύγεται η συστηματική κατανάλωση ενός ποτού το βράδυ για αποφόρτιση από το στρες της ημέρας ή με σκοπό τη βελτίωση της διάθεσης ή ως «τρόπο» επίλυσης των προβλημάτων.
Συμπερασματικά, μπορούμε να καταναλώνουμε αλκοόλ, αρκεί να κάνουμε καλές επιλογές ως προς το είδος (προτιμώντας το κρασί ή την μπύρα), σε λογικές ποσότητες και να γίνεται μόνο όταν το «επιβάλουν οι περιστάσεις».
Αναψυκτικά & αλκοόλ: Οι 10 λόγοι που μας «παχαίνουν».
- Τα αναψυκτικά περιέχουν μεγάλη ποσότητα ζάχαρης (8 κουτάλια/ κουτάκι).
- Το αλκοόλ έχει πολλές θερμίδες (1 ποτηράκι τσίπουρο ή ούζο έχουν περίπου 100kcal)
- Συχνά συνδυάζεται το αλκοόλ με τα αναψυκτικά, με αποτέλεσμα σε ένα ποτό να αθροίζονται οι θερμίδες τους από το αλκοόλ και τη ζάχαρη, αντίστοιχα.
- Δε χορταίνουν, οπότε η κατανάλωση τους γίνεται επιπλέον του φαγητού που πρόκειται να καταναλώσει κάποιος.
- Συνήθως συνοδεύουν το γεύμα, αυξάνοντας εν τέλη το θερμιδικό περιεχόμενο του γεύματος.
- Τα κοκτέιλς έχουν 2-3 δόσεις ποτών, ζάχαρη, φρουτοχυμούς κτλ και για το λόγο αυτό αποτελούν θερμιδικές βόμβες (μία μαργαρίτα έχει περίπου 200 kcal και μία pina colada περίπου 500kcal).
- Ως υγρά ροφήματα, είναι «εύκολη» η υπερκατανάλωσή τους, σε μεγάλη ποσότητα.
- Συνοδεύονται από μεζεδάκια ή αλμυρά σνακ (π.χ πατατάκια, ξηροί καρποί), τα οποία δεν θα κατανάλωνε κανείς εάν δεν είχε «παραγγείλει» το ποτό.
- Η μεγάλη πρόσληψη αλκοόλ προκαλεί αίσθημα πείνας, οδηγώντας πολλές φορές στην κατανάλωση ενός επιπλέον γεύματος μετά το ποτό.
- Η κατανάλωσή τους υιοθετείται εύκολα ως καθημερινή συνήθεια, οδηγώντας σε συστηματική αύξηση των συνολικών ημερήσιων προσλαμβανόμενων θερμίδων και κατ’ επέκταση σε αύξηση βάρους